Περφερεες

Περφερεες
    Περφερέες
    -έων οἱ перфереи (пятеро проводников, посланных сопровождать на о-в Делос двух гиперборейских девушек со священными дарами) Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Περφερεες" в других словарях:

  • Περφερέες — masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περφερέες — και πέρφερες, οἱ, Α οι πέντε θεωροί που συνόδευαν τις Υπερβόρειες κόρες στη Δήλο …   Dictionary of Greek

  • υπερβόρειος — α, ο / ὑπερβόρειος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. υπερβόρεος, έη, ον, Α νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη τής Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»